Κολ, Χέλμουτ

Κολ, Χέλμουτ
(Helmut Kohl, Λούντβιχσαφεν 1930 –). Γερμανός πολιτικός. Σπούδασε ιστορία και υπήρξε μέλος του Χριστιανοδημοκρατικού Κόμματος της Γερμανίας από το 1947. Αρχικά εξελέγη καγκελάριος της πόλης Λούντβιχσαφεν, αργότερα μέλος του κοινοβουλίου του κρατιδίου της Ρηνανίας-Παλατινάτου και υπουργός Προεδρίας στο ίδιο κρατίδιο. Το 1973 εξελέγη γραμματέας του Χριστιανοδημοκρατικού Κόμματος και το 1976 ομοσπονδιακός βουλευτής. Την περίοδο 1982-88 διετέλεσε καγκελάριος της Ομοσπονδιακής (Δυτικής) Γερμανίας, σε μια κυβέρνηση συνασπισμού, συμμετέχοντας ως πρωταγωνιστής στις ενέργειες για την επανένωση των δύο γερμανικών κρατών. Μαζί με τον πρόεδρο της Γαλλίας, Φρανσουά Μιτεράν, και τον πρόεδρο της Ευρωπαϊκής Επιτροπής, Ζακ Ντελόρ, προώθησε ενεργά τη διαδικασία που οδήγησε στη συνθήκη του Μάαστριχτ το 1993 και, τελικά, στη νομισματική ένωση των χωρών μελών της Ευρωπαϊκής Ένωσης. Η απορρόφηση της οικονομίας της πρώην Ανατολικής Γερμανίας συντελέστηκε, κατά την περίοδο της καγκελαρίας του, σε ταχύτερους ρυθμούς από αυτούς οι οποίοι αρχικά είχαν προβλεφθεί. Υπήρξε ο πρώτος καγκελάριος της ενιαίας Γερμανίας και διατήρησε τη θέση του έως το 1998, οπότε ηττήθηκε από τον υποψήφιο του Σοσιαλδημοκρατικού Κόμματος, Γκέρχαρντ Σρέντερ. Ο Γερμανός πολιτικός Χέλμουτ Κολ (φωτ. ΑΠΕ).

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем сделать НИР

Look at other dictionaries:

  • Γερμανία — Επίσημη ονομασία: Ομοσπονδιακή Δημοκρατία της Γερμανίας Προηγούμενη ονομασία (1948 90): Γερμανική Ομοσπονδιακή Δημοκρατία (ή Δυτική Γερμανία) & Γερμανική Λαϊκή Δημοκρατία) Έκταση: 357.021 τ.χλμ Πληθυσμός: 82.440.309 κάτ. (2000) Πρωτεύουσα:… …   Dictionary of Greek

  • Γκένσερ, Χανς-Ντίτριχ — (Hans Dietriech Genscher, Χάλε, Γερμανία 1927 –). Γερμανός πολιτικός. Σπούδασε νομικά στα πανεπιστήμια της Λειψίας και του Αμβούργου. Το 1952 εγκατέλειψε την Ανατολική Γερμανία και εγκαταστάθηκε στη Δυτική. Εντάχθηκε στο Κόμμα των Ελεύθερων… …   Dictionary of Greek

  • Ζίμενς, φον- — (von Siemens). Επώνυμο γερμανικής οικογένειας μηχανικών και βιομηχάνων. 1. Βέρνερ (1816 – 1892). Κατατάχθηκε εθελοντής στον πρωσικό στρατό και το 1848 υπηρέτησε ως λοχαγός του πυροβολικού. Το 1847 άνοιξε μικρό εργαστήριο επισκευών τηλεγραφικών… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”